- τρι-κόλουρος
τρι-κόλουρος, dreimal abgestutzt, πυραμίς, Nic. ar. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-κόλουρος, dreimal abgestutzt, πυραμίς, Nic. ar. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικόλουρος — ον, Α (για πυραμίδα) ο τρεις φορές κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόλουρος «κολοβός» (πρβλ. πεντα κόλουρος)] … Dictionary of Greek