- τριβωνάριον
τριβωνάριον, τό, dim. von τρίβων, kleiner Mantel, Athen. 258 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβωνάριον, τό, dim. von τρίβων, kleiner Mantel, Athen. 258 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβωνάριον — small cloak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνάριον — τὸ, Α μικρός τρίβων, τριβώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων «είδος ενδύματος» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλιάριον)] … Dictionary of Greek
τριβωναρίοις — τριβωνάριον small cloak neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωναρίῳ — τριβωνάριον small cloak neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνάρια — τριβωνάριον small cloak neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)