- τριβωνικῶς
τριβωνικῶς, adv., nach Art eines abgenutzten Mantels, χλαῖναν ἀναβαλοῦ τρ. Ar. Vesp. 1132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβωνικῶς, adv., nach Art eines abgenutzten Mantels, χλαῖναν ἀναβαλοῦ τρ. Ar. Vesp. 1132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβωνικῶς — in the fashion of a indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνικώς — Α επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ τριβωνικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek