τριόττιον, τό, dim. von τριοττίς, Eust. zu Il. 14, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριόττιον — τὸ, Μ [τριοττίς] μικρή τριοττίς* … Dictionary of Greek
τριόττια — τριόττιον three neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)