- τρι-όρχης
τρι-όρχης, ὁ, 1) = Folgdm 1); Ar. Av. 1177 Vesp. 1531; Arist. H. A. 8, 3. 9, 36, zu den ἱέρακες gehörig. – 2) dreihodig, dah. sehr geil, Pol. 12, 15, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-όρχης, ὁ, 1) = Folgdm 1); Ar. Av. 1177 Vesp. 1531; Arist. H. A. 8, 3. 9, 36, zu den ἱέρακες gehörig. – 2) dreihodig, dah. sehr geil, Pol. 12, 15, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] … Dictionary of Greek
σποδόρχης — ου, ὁ, Μ ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + ορχης (< ὄρχις), πρβλ. τρι όρχης] … Dictionary of Greek
τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… … Dictionary of Greek