- τρι-χοίνικος
τρι-χοίνικος, drei χοίνικες haltend, Xen. An. 7, 3, 23; daher ἔπος, Ar. Vesp. 500, komisch, ein ungeheures, Viel in sich fassendes Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-χοίνικος, drei χοίνικες haltend, Xen. An. 7, 3, 23; daher ἔπος, Ar. Vesp. 500, komisch, ein ungeheures, Viel in sich fassendes Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε χοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. τρι χοίνικος] … Dictionary of Greek
τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες … Dictionary of Greek