- τριχο-λάβιον
τριχο-λάβιον, τό, Haarzänglein, die Haare zu fassen u. auszureißen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχο-λάβιον, τό, Haarzänglein, die Haare zu fassen u. auszureißen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόλαβον — και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α) μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβος και λαβον και λαβιον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο λάβιον, χειρο… … Dictionary of Greek