- τριχο-φυΐα
τριχο-φυΐα, ἡ, das Wachsen der Haare, Chirurg. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχο-φυΐα, ἡ, das Wachsen der Haare, Chirurg. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστεοφυΐα — η ανατ. η οστέωση ή οστεοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυΐα (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. τριχο φυΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek