- τριχωμάτιον
τριχωμάτιον, τό, dim. von τρίχωμα; Arist. physiogn. 3; Ath. VI, 257 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχωμάτιον, τό, dim. von τρίχωμα; Arist. physiogn. 3; Ath. VI, 257 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχωμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωμάτιον — τὸ, Α [τρίχωμα, ατος] υποκορ. τού τρίχωμα … Dictionary of Greek