- τρι-χρώματος
τρι-χρώματος, dreifarbig, Apolld. 3, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-χρώματος, dreifarbig, Apolld. 3, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχρώματος — ον, Α τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρώματος (< χρῶμα, ατος), πρβλ. πολυ χρώματος] … Dictionary of Greek
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek