- τρι-φίλητος
τρι-φίλητος, dreimal, d. i. sehr geliebt, Theocr. 15, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-φίλητος, dreimal, d. i. sehr geliebt, Theocr. 15, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριφίλητος — ον, Α τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ φίλητος] … Dictionary of Greek