- τρι-φάσιος
τρι-φάσιος, dreifach; Her. 5, 1; im plur. = τρεῖς, 1, 95. 2, 17. 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-φάσιος, dreifach; Her. 5, 1; im plur. = τρεῖς, 1, 95. 2, 17. 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριφάσιος — ον, Α 1. τριπλός 2. στον πληθ.) τρεις 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρίφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάσιος (πρβλ. δι φάσιος). Για το β συνθετικό βλ. λ. διφάσιο] … Dictionary of Greek