- τρι-φόρος
τρι-φόρος, dreimal tragend, bes. dreimal im Jahre Frucht tragend, Theophr. bei Ath. II, 77 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-φόρος, dreimal tragend, bes. dreimal im Jahre Frucht tragend, Theophr. bei Ath. II, 77 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριφόρος — ον, Α (για δέντρο) αυτός που καρποφορεί τρεις φορές («τὸν ἐρινεὸν εἶναί φησι... τριφόρον, ὥσπερ ἐν Κέω», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φόρος*] … Dictionary of Greek
τρίδραχμος — η, ο / τρίδραχμος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν) νόμισμα τριών δραχμών αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος φόρος τριών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά… … Dictionary of Greek
τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες … Dictionary of Greek
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek