- τριτο-βάμων
τριτο-βάμων, ονος, als dritter gehend, den dritten Fuß bildend, βάκτρον Eur. Troad. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτο-βάμων, ονος, als dritter gehend, den dritten Fuß bildend, βάκτρον Eur. Troad. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραβάμων — ον, Α τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτο βάμων] … Dictionary of Greek
τριτοβάμων — όνος, ὁ, ἡ Α φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο βάμων] … Dictionary of Greek