τριτη-μόριος

τριτη-μόριος

τριτη-μόριος, 3 Endg., den dritten Theil haltend, ausmachend; τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1, 192.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμόριος — α, ο (Α ἐπιμόριος, ον) αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μόριος (< μόρος «κομμάτι [γης]»), τ. που με τη σημασία αυτή απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. πολλοστη μόριος, τριτη μόριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”