- τριτό-σπορος
τριτό-σπορος, = τρίσπορος, γονή, Aesch. Pers. 804.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτό-σπορος, = τρίσπορος, γονή, Aesch. Pers. 804.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek