- προ-στύφω
προ-στύφω, vorher zusammenziehen, durch ein zusammenziehendes Mittel dicht machen, wie man die Wolle beizt, um sie ächt färben zu können, Clem. Al. u. Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-στύφω, vorher zusammenziehen, durch ein zusammenziehendes Mittel dicht machen, wie man die Wolle beizt, um sie ächt färben zu können, Clem. Al. u. Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστυφθείσας — προστῡφθείσᾱς , πρό στύφω contract aor part pass fem acc pl προστῡφθείσᾱς , πρό στύφω contract aor part pass fem gen sg (doric aeolic) προστυφθείσᾱς , πρόσ τύπτω beat aor part pass fem acc pl προστυφθείσᾱς , πρόσ τύπτω beat aor part pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφουσι — προστύ̱φουσι , πρό στύφω contract pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προστύ̱φουσι , πρό στύφω contract pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προστύ̱φουσι , πρόσ τύφω raise a smoke pres part act masc/neut dat pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύψεις — προστύ̱ψεις , πρό στύφω contract aor subj act 2nd sg (epic) προστύ̱ψεις , πρό στύφω contract fut ind act 2nd sg πρόσ τύφω raise a smoke aor subj act 2nd sg (epic) πρόσ τύπτω beat aor subj act 2nd sg (epic) πρόσ τύπτω beat fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόστυφε — πρόστῡφε , πρό στύφω contract pres imperat act 2nd sg πρόστῡφε , πρό στύφω contract imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόστῡφε , πρόσ τύφω raise a smoke pres imperat act 2nd sg πρόστῡφε , πρόσ τύφω raise a smoke imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφω — ΝΑ προετοιμάζω ύφασμα για βαφή εμποτίζοντάς το με πρόστυμμα αρχ. συμπυκνώνω προηγουμένως («προστύφειν τὰ ἀρώματα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στύφω «συμπυκνώνω, βυθίζω σε βαφική ουσία»] … Dictionary of Greek
προστυφθῇ — προστῡφθῇ , πρό στύφω contract aor subj pass 3rd sg πρόσ τύπτω beat aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυφθέν — προστῡφθέν , πρό στύφω contract aor part pass neut nom/voc/acc sg πρόσ τύπτω beat aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφεσθαι — προστύ̱φεσθαι , πρό στύφω contract pres inf mp προστύ̱φεσθαι , πρόσ τύφω raise a smoke pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφεται — προστύ̱φεται , πρό στύφω contract pres ind mp 3rd sg προστύ̱φεται , πρόσ τύφω raise a smoke pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφοντες — προστύ̱φοντες , πρό στύφω contract pres part act masc nom/voc pl προστύ̱φοντες , πρόσ τύφω raise a smoke pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύφουσα — προστύ̱φουσα , πρό στύφω contract pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προστύ̱φουσα , πρόσ τύφω raise a smoke pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)