- τρι-στάδιος
τρι-στάδιος, drei Stadien lang, Plat. Critia. 115 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-στάδιος, drei Stadien lang, Plat. Critia. 115 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριστάδιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σταδίων (α. «ἦν δὲ ὁ μὲν μέγιστος τῶν τροχῶν τριστάδιος τὸ πλάτος», Πλάτ. β. «τριστάδιος μήκει», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. δεκα στάδιος] … Dictionary of Greek