τρι-στάσιος

τρι-στάσιος

τρι-στάσιος, dreimal so viel werth nach dem Gewichte, vom dreifachen Gewicht, Werth, Arr. Ind. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραστάσιος — ία, ον, Α (πιθ. γρ < ρ.) αυτός που έχει τετραπλάσιο βάρος ή τετραπλάσια αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στασιος (< στᾶσις «ζύγισμα»), πρβλ. τρι στάσιος] …   Dictionary of Greek

  • τριστάσιος — ον, Α αυτός που έχει τριπλάσια τιμή, τριπλάσια αξία σε σύγκριση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα στάσιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”