- προ-στρατοπεδεύω
προ-στρατοπεδεύω, auch als dep. med., steh davor lagern, D. Sic. und a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-στρατοπεδεύω, auch als dep. med., steh davor lagern, D. Sic. und a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαυλίζομαι — Α στρατοπεδεύω μπροστά από κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐλίζομαι «διανυκτερεύω, στρατοπεδεύω»] … Dictionary of Greek
προκαθέζομαι — Α 1. προΐσταμαι, προεδρεύω 2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τόν πολιορκώ 3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» η μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»] … Dictionary of Greek