- τρις-ά-λῡπος
τρις-ά-λῡπος, sehr wenig unangenehm, ganz unschädlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρις-ά-λῡπος, sehr wenig unangenehm, ganz unschädlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek