ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия
ιάχω — ἰάχω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῑοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ. β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ. γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ ἴαχον», Ομ. Ιλ.) 2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.) 3. ηχώ, αντηχώ … Dictionary of Greek
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek
παιανίζω — (Α παιανίζω) [παιάν] νεοελλ. (για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια αρχ. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα … Dictionary of Greek
προσάδω — Α 1. τραγουδώ προς κάποιον 2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί 3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον 4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ᾄδω… … Dictionary of Greek