- τρι-πλάσιος
τρι-πλάσιος, = τριπλασίων; Ar. Ach. 88; τινός, Plat. Polit. 257 a; τῆς τιμῆς τριπλάσιον Legg. XI, 916 d; τριπλασίαν δύναμιν εἶχε Xen. An. 7, 4, 21, sc. τῆς προτέρας, od. mit ἤ, καὶ τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιϑέμενοι Dem. 42, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.