- τρι-πλανής
τρι-πλανής, ές, dreifach, von dreien durchirrt, Lycophr. 846, ὁδηγίαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πλανής, ές, dreifach, von dreien durchirrt, Lycophr. 846, ὁδηγίαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπλανής — ές, Α πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῡς ποδηγίας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] … Dictionary of Greek