- τρι-πλασιάζω
τρι-πλασιάζω, verdreifachen, dreimal nehmen, Plut. Aristid. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πλασιάζω, verdreifachen, dreimal nehmen, Plut. Aristid. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek