- τρι-πορνεία
τρι-πορνεία, ἡ, dreifache Hurerei, Antiphan. bei Ath. XIII, 587 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πορνεία, ἡ, dreifache Hurerei, Antiphan. bei Ath. XIII, 587 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπορνεία — ἡ, Α πορνεία με οικογενειακή παράδοση μέχρι τρίτης γενεάς, από μάνα και από γιαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πορνεία] … Dictionary of Greek
τρίπορνος — ἡ, Α πόρνη από σόϊ, με οικογενειακή παράδοση στην πορνεία, από μάνα και από γιαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόρνος (< πόρνη)] … Dictionary of Greek