- προς-ήνεμος
προς-ήνεμος, ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ήνεμος, ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσήνεμος — η, ο / προσήνεμος, ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος. επίρρ... προσηνέμως και προσήνεμα Ν προς μέρος προσήνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν… … Dictionary of Greek
κατήνεμος — κατήνεμος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον άνεμο («τὰ πρὸς βορέαν καὶ ὅλως κατήνεμα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήνεμος (< ἄνεμος) το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. προσ ήνεμος, υπ ήνεμος)] … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek