- τρι-πόθητος
τρι-πόθητος, dreimal ersehnt, sehnlich gewünscht; Mosch. 3, 52; Bion 1, 59; Luc. Gall. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πόθητος, dreimal ersehnt, sehnlich gewünscht; Mosch. 3, 52; Bion 1, 59; Luc. Gall. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… … Dictionary of Greek