- τρι-πόδης
τρι-πόδης, ὁ, 1) drei Fuß lang; Hes. O. 425; Xen. Oec. 19, 3. – 2) dreifüßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πόδης, ὁ, 1) drei Fuß lang; Hes. O. 425; Xen. Oec. 19, 3. – 2) dreifüßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριπόδης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος αρχ. αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek