τρεπτικός

τρεπτικός

τρεπτικός, zum Drehen, Wenden gehörig, wandelbar, veränderlich, Maxim. Tyr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρεπτικός — ή, όν, Α [τρεπτός] 1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.) 2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). επίρρ... τρεπτικῶς ΜΑ με περίπλοκο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • τρεπτικόν — τρεπτικός causing change in masc acc sg τρεπτικός causing change in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτική — τρεπτικός causing change in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεπτικῶς — τρεπτικός causing change in adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”