τραχήλια

τραχήλια

τραχήλια, τά, ein Stück Fleisch vom Halse, das man wenig achtete und wegwarf; καὶ τραχήλι' ἐσϑίει καὶ ἀκάνϑας, Ar. Vesp. 968; auch Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραχήλια — scraps of meat and gristle about the neck neut nom/voc/acc pl τραχήλιον butt end of a spear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλιά — η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ νεοελλ. 1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα τού πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό 2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα 3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο 4. τεμάχιο… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιά — η 1. το μέρος του πουκάμισου γύρω από τον τράχηλο, το άνοιγμα του πουκάμισου: Θα κρυώσεις, κλείσε λίγο την τραχηλιά σου. 2. πλατύ περιλαίμιο των νηπίων για να μη λερώνονται όταν τρώνε. 3. κομμάτι κρέατος από τον τράχηλο σφαχτού: Μισό κιλό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραχηλία — ἡ, Μ βλ. τραχηλιά …   Dictionary of Greek

  • τραχήλια — τά, Α [τράχηλος] 1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.) 2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιᾷ — τραχηλιάω arch the neck proudly. pres subj mp 2nd sg τραχηλιάω arch the neck proudly. pres ind mp 2nd sg (epic) τραχηλιάω arch the neck proudly. pres subj act 3rd sg τραχηλιάω arch the neck proudly. pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλιάσας — τραχηλιά̱σᾱς , τραχηλιάω arch the neck proudly. pres part act fem acc pl (doric) τραχηλιά̱σᾱς , τραχηλιάω arch the neck proudly. pres part act fem gen sg (doric) τραχηλιά̱σᾱς , τραχηλιάω arch the neck proudly. aor part act masc nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλι' — τραχήλια , τραχήλια scraps of meat and gristle about the neck neut nom/voc/acc pl τραχήλια , τραχήλιον butt end of a spear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλιάσαι — τραχηλιά̱σᾱͅ , τραχηλιάω arch the neck proudly. pres part act fem dat sg (doric) τραχηλιά̱σαῑ , τραχηλιάω arch the neck proudly. aor opt act 3rd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλιάσαντα — τραχηλιά̱σαντα , τραχηλιάω arch the neck proudly. aor part act neut nom/voc/acc pl (attic doric) τραχηλιά̱σαντα , τραχηλιάω arch the neck proudly. aor part act masc acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλιάσαντες — τραχηλιά̱σαντες , τραχηλιάω arch the neck proudly. aor part act masc nom/voc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”