τραχηλᾶς

τραχηλᾶς

τραχηλᾶς, , s. τραχαλᾶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραχηλάς — ο / τραχηλᾶς, ΝΜ (ως προσωνυμία τού Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο μσν. σκώπτης, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. άς (πρβλ. κεφαλ άς, μαγουλ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τράχηλας — ο, Ν μικρή χερσόνησος με ισθμώδη λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος, κατά τα αρσ. σε ας (πρβλ. σπόνδυλας, διαλ. τ. αντί σπόνδυλος)] …   Dictionary of Greek

  • τραχήλι — Οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται BΔ του Αλιβερίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). * * * το, Ν ο τράχηλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος, κατά τα ουδ. σε ι (πρβλ. και τράχηλας)] …   Dictionary of Greek

  • Katafygi-Höhlen — In Griechenland trägt eine Reihe von Höhlen den Namen Katafygi (griechisch σπηλιές καταφυγής), hauptsächlich jedoch auf der Halbinsel Mani/Peloponnes. Im Griechischen bedeutet καταφυγή (katafygi) „Rückzugsgebiet, Zufluchtsort“. Fünf der… …   Deutsch Wikipedia

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλάτος — η, ο, Ν τραχηλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • Λεύκτρου, δήμος — Νέος δήμος (5.558 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Νικολάου, Αγίου Νίκωνος, Εξωχωρίου, Θαλαμών, Καρδαμύλης, Καρυοβουνίου, Καστανέας, Λαγκάδας, Μηλέας, Νεοχωρίου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”