- τραχηλιμαῖος
τραχηλιμαῖος, = τραχηλιαῖος, zw., s. Lob. Phryn. 558.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχηλιμαῖος, = τραχηλιαῖος, zw., s. Lob. Phryn. 558.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχηλιμαίος — αία, ον, Α τραχηλιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. ιμαῖος (βλ. αίος), πρβλ. ονυχ ιμαίος] … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek