- τραχηλό-σῑμος
τραχηλό-σῑμος, mit kurzem Halse, Phryn. in B. A. 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχηλό-σῑμος, mit kurzem Halse, Phryn. in B. A. 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιμοτράχηλος — ον, Μ αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληρο τράχηλος)] … Dictionary of Greek