τραπεζῑτικός

τραπεζῑτικός

τραπεζῑτικός, einen Wechsler, seine Geschäfte betreffend, Titel der 17. Rede des Isocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικός — τραπεζῑτικός , τραπεζιτικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζιτικῶν — τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of fem gen pl τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικόν — τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of masc acc sg τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικοῖς — τραπεζῑτικοῖς , τραπεζιτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικοῦ — τραπεζῑτικοῦ , τραπεζιτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικάς — τραπεζῑτικά̱ς , τραπεζιτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικῆς — τραπεζῑτικῆς , τραπεζιτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”