- τραπεζήεις
τραπεζήεις, εσσα, εν, vom Tische, zum Tische gehörig, Nic. Th. 526.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραπεζήεις, εσσα, εν, vom Tische, zum Tische gehörig, Nic. Th. 526.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραπεζήεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά* πεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
τραπεζήεντος — τραπεζήεις of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek