- τραπεζό-λοιχος
τραπεζό-λοιχος, den Tisch ableckend, Schmarotzer, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραπεζό-λοιχος, den Tisch ableckend, Schmarotzer, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισολοιχός — κνισολοιχός, όν (Α) ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, τραπεζο λοιχός] … Dictionary of Greek
ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… … Dictionary of Greek