τρύγινος

τρύγινος

τρύγινος, hefig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρύγινος — ίνη, ον, Α 1. ο παρασκευαζόμενος από τρυγία 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ τρύγινον ονομασία μαύρης χρωστικής ουσίας, βαφής που παρασκευαζόταν από την τρυγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”