τρόχις

τρόχις

τρόχις, , der Läufer, Bote, Diener; Aesch. Prom. 943; Schol. Lycophr. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρόχις — τρόχῑς , τρόχις courier masc acc pl (epic doric ionic aeolic) τρόχις courier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχις — ιος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα 2. (κατ επέκτ.) αγγελιαφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω + κατάλ. ις (πρβλ. τρόπ ις: τρέπω, τρόφ ις: τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • τροχοῖν — τρόχις courier masc gen/dat dual (attic epic doric) τροχός wheel masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχιν — τρόχις courier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… …   Dictionary of Greek

  • λοξοτρόχις — λοξοτρόχις, ιδος, ἡ (Α) (για το ποίημα Κασσάνδρα τού Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»] …   Dictionary of Greek

  • τροχίων — τρόχιον rotella neut gen pl τρόχις courier masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dhregh-1 —     dhregh 1     English meaning: to run     Deutsche Übersetzung: “laufen”     Material: Arm. durgn, gen. drgan “potter’s wheel” (after Meillet BAL. SLAV. 36, 122 from *dhr̥gh ); Gk. τρέχω (Dor. τράχω), Fut. ἀποθρέξομαι, θρέξω “run”, τροχός (: O …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”