- προς-αΐσσω
προς-αΐσσω, hinzu-, heranspringen, -eilen; Od. 22, 337. 342. 365; φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προςῇξε, Aesch. Prom. 145, viel Nebel lagerte sich über meine Augen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αΐσσω, hinzu-, heranspringen, -eilen; Od. 22, 337. 342. 365; φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προςῇξε, Aesch. Prom. 145, viel Nebel lagerte sich über meine Augen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
εξαΐσσω — ἐξαΐσσω και ἐξᾴσσω, και αττ. τ. ἐξᾴττω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός («ἐκ δέ τῶ άΐξαντε πυλάων», Ομ. Ιλ.) 2. αναπηδώ, ανατινάσσομαι 3. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ ἐξᾷττον βιαιότητα, σφοδρότητα … Dictionary of Greek
καταΐσσω — (Α) 1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω 2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά 3. μέσ. καταΐσσομαι ορμώ από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] … Dictionary of Greek
προσαΐσσω — και αττ. τ. προσᾴσσω Α 1. αναπηδώ, τινάζομαι ή τρέχω με ορμή προς κάποιον 2. φρ. «φοβερὰ δ ἐμοῑσιν ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε» πολλή ομίχλη έπεσε στα μάτια μου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀΐσσω «ορμώ, εκσφενδονίζομαι»] … Dictionary of Greek
συναΐσσω — Α ορμώ προς τα εμπρός μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀΐσσω «ορμώ, ρίχνομαι»] … Dictionary of Greek