τρόπηξ

τρόπηξ

τρόπηξ, ηκος, ὁ, der Rudergriff, das Ruder, VLL., s. τράπηξ, τράφηξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρόπηξ — ηκος, ἡ, Α 1. η λαβή τού κουπιού 2. συνεκδ. το κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τράφηξ] …   Dictionary of Greek

  • τράφηξ — και τράπηξ, ηκος, ὁ, ΜΑ 1. σανίδα ή τεμάχιο ξύλου στενό και επίμηκες, δοκάρι, παλούκι 2. δόρυ, ακόντιο 3. πλατιά σανίδα όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη μεταφορά τους στον φούρνο, η πινακωτή αρχ. (για πλοία) σκαλμός ή κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

  • trē̆ b-, trōb-, treb- or trǝb-, tr̥b- —     trē̆ b , trōb , treb or trǝb , tr̥b     English meaning: building, dwelling     Deutsche Übersetzung: “Balkenbau, Gebäude, Wohnung”     Material: Lat. trabs and trabēs, is f. “balk, beam”, taberna “Bude, Wohnraum” (dissim. from *traberna);… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”