τρωγλο-δύτης

τρωγλο-δύτης

τρωγλο-δύτης, , der in Höhlen schlüpft, in Höhlen wohnt, Arist. H. A. 8, 12; bes. – a) Name eines Vogels, wie unsers Zaunkönigs, sonst τρόχιλος, Arist. – b) Name eines Volkes, s. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμοδύτης — ο (Α καλαμοδύτης) είδος πτηνού που ζει στους καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. αμμο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… …   Dictionary of Greek

  • σισυρνοδύτης — ὁ, Α ντυμένος με σίσυρνα*, με κάπα ή γούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. τού σισύρα «κάπα» + δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • ταβερνοδύτης — ὁ, Α θαμώνας πορνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καπηλειό» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”