- τρωκτά
τρωκτά, τά, s. τρωκτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωκτά, τά, s. τρωκτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωκτά — τρωκτός to be gnawed neut nom/voc/acc pl τρωκτά̱ , τρωκτός to be gnawed fem nom/voc/acc dual τρωκτά̱ , τρωκτός to be gnawed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώκτας — τρώκτᾱς , τρώκτης gnawer masc acc pl τρώκτᾱς , τρώκτης gnawer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωκτός — ή, όν, Α [τρώγω] 1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός 2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά τα τρωγάλια … Dictionary of Greek