- τρωσμός
τρωσμός, ὁ, 1) Wunde, Verwundung. – 2) wie ἐκτρωσμός, Fehlgeburt, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωσμός, ὁ, 1) Wunde, Verwundung. – 2) wie ἐκτρωσμός, Fehlgeburt, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek
τρωσμοί — τρωσμός miscarriage masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωσμοῦ — τρωσμός miscarriage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωσμούς — τρωσμός miscarriage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωσμῶν — τρωσμός miscarriage masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωσμῷ — τρωσμός miscarriage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτρωσμός — ὁ, Α (εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός … Dictionary of Greek