- τρυγήσιμος
τρυγήσιμος, ον, lesbar, zur Ernte od. Weinlese reif, E. M. 271, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγήσιμος, ον, lesbar, zur Ernte od. Weinlese reif, E. M. 271, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγήσιμος — ripe for gathering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγήσιμος — η, ο / τρυγήσιμος, η, ον, ΝΑ [τρύγησις] (για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια») … Dictionary of Greek