τρυγίας

τρυγίας

τρυγίας, , hefig. οἶνος, hefiger, trüber Wein, or. bei Ath. I, 31 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυγίας — τρυγίᾱς , τρυγία lees fem acc pl τρυγίᾱς , τρυγία lees fem gen sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc acc pl τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίας — ὁ, Α 1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός 2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. ίας (πρβλ. στεμφυλ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγίου — τρυγίας full of lees masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγία — τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc/acc dual τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc nom/voc/acc dual τρυγίας full of lees masc voc sg τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc voc sg (attic) τρυγίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίαν — τρυγίᾱν , τρυγία lees fem acc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱν , τρυγίας full of lees masc acc sg (attic epic doric aeolic) τρυγίας full of lees masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίᾳ — τρυγίᾱͅ , τρυγία lees fem dat sg (attic doric aeolic) τρυγίαι , τρυγίας full of lees masc nom/voc pl τρυγίᾱͅ , τρυγίας full of lees masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACRIDES — quarum mentio Matthaei c. 3. v. 4. ἡ δέ τροφὴ ἀυτοῦ ἢν ἀκρὶδες καὶ μὲλι ἄγρςον, Isidoro Pelusiotae, viro docto et proxima Palaestinae loca incolenti, Ep. 132. οὐ ζῶά εἰςιν, ὥς τινες οίονται ἀμαθῶς, κανθάροις ἀπεοικότα, non sunt animalia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποτρύγωση — η η αφαίρεση της τρυγίας από τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… …   Dictionary of Greek

  • τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… …   Dictionary of Greek

  • ՄՐՈՒՐ — (մրրոյ, ոց.) NBH 2 0308 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 14c գ. τρύξ, τρυγίας fex, faex, retrimentum, sedimentum, amurca. Թանձր յաւելուած հիւթոց իբրեւ զմուր. սիկ. տիղմ. դիրտ. տըկուք. ... *Գինի լի անապակ արկեալ. մրուր նորա ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”