τρυφάλεια

τρυφάλεια

τρυφάλεια, , der Helm; häufig bei Hom. und Hes.; τρίπτυχος Il. 11, 352; αὐλῶπις 13, 530. 16, 795; ἵππουρις 19, 380; λευκόλοφοι Ar. Ran. 1014. Nach den alten Erkl. statt τριφάλεια, mit drei φάλοις, wogegen Buttm. Lexil. II, 250 bemerkt, daß τρυφάλεια nie ein Beiwort eines besondern Helms, sondern der gew. Name für alle sei und es deswegen von τρύω ableitet, ein Helm mit einem zur Aufnahme des Busches durchbohrten Bügel, im Ggstz von καταῖτυξ. Vgl. noch Heinr. Hes. Sc. 197.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυφάλεια — helmet fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλεια — ἡ, Α (επικ. τ.) περικεφαλαία («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφάλεια αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός επιθ. *τρυφαλής, σύνθετου, με α συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. τρυ , ο οποίος προέρχεται από το αριθμητικό… …   Dictionary of Greek

  • τρυφαλείας — τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem acc pl τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλει' — τρυφάλεια , τρυφάλεια helmet fem nom/voc sg τρυφάλειαι , τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλειῶν — τρυφάλεια helmet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείαις — τρυφάλεια helmet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείης — τρυφάλεια helmet fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείῃ — τρυφάλεια helmet fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλειαι — τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλειαν — τρυφάλεια helmet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”