τρυφηλός

τρυφηλός

τρυφηλός, seltene poet, Form statt τρυφερός, σάρκες Ep. ad. 678 (VII, 48).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυφηλός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλός — ή, ό / τρυφηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις 2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος») αρχ. μαλακός, τρυφερός. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • τρυφηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. απαλός, τρυφερός, μαλθακός. 2. που αγαπά την τρυφή, φιλήδονος, έκφυλος. 3. (για πράγματα), ο γεμάτος απολαύσεις, απολαυστικός: Τρυφηλή ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυφηλά — τρυφηλός neut nom/voc/acc pl τρυφηλά̱ , τρυφηλός fem nom/voc/acc dual τρυφηλά̱ , τρυφηλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλότερον — τρυφηλός adverbial comp τρυφηλός masc acc comp sg τρυφηλός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλῶν — τρυφηλός fem gen pl τρυφηλός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλόν — τρυφηλός masc acc sg τρυφηλός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλαῖς — τρυφηλός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλαί — τρυφηλός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλοτέρους — τρυφηλός masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφηλοῖς — τρυφηλός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”