τρυφερός

τρυφερός

τρυφερός, 1) weichlich, üppig; πλόκαμος Eur. Bacch. 150; Ar. Vesp. 551. 1169; schwelgerisch, wollüstig, μείδημα Mel. 65, χρώς Rufin. 2, Σκύλλα Mel. 67 (V, 198. 35. 190); παιδὸς σάρξ Ep. ad. 33 (XII, 136); ἕλικες κροτάφων Strabo 5 (XII, 10), u. öfter in der Anth.; – ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern Lebensweise der Athener, Thuc. 1, 6; – ἐσϑὴς κατὰ μαλακότητα τρυφερά, D. Sic. – 2) schwächlich, zerbrechlich, morsch, ψοφοδεὲς καὶ τρυφερόν ἐστι δι' ἀσϑένειαν, Plut. Phoc. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυφερός — delicate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… …   Dictionary of Greek

  • τρυφερός — ή, ό επίρρ. ά. 1. αβρός, απαλός, μαλακός: Τρυφερά χεράκια. 2. μτφ., ευαίσθητος, συναισθηματικός, στοργικός: Έχει τρυφερή καρδιά. 3. αδύνατος, λεπτοκαμωμένος: Τρυφερά βλαστάρια. 4. ερωτικός: Τρυφερές σχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυφερά — τρυφερός delicate neut nom/voc/acc pl τρυφερά̱ , τρυφερός delicate fem nom/voc/acc dual τρυφερά̱ , τρυφερός delicate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερώτερον — τρυφερός delicate adverbial comp τρυφερός delicate masc acc comp sg τρυφερός delicate neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερωτέραις — τρυφερός delicate fem dat comp pl τρυφερωτέρᾱͅς , τρυφερός delicate fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερωτέρων — τρυφερός delicate fem gen comp pl τρυφερός delicate masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερῶν — τρυφερός delicate fem gen pl τρυφερός delicate masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερόν — τρυφερός delicate masc acc sg τρυφερός delicate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερώτατα — τρυφερός delicate adverbial superl τρυφερός delicate neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφερώτατον — τρυφερός delicate masc acc superl sg τρυφερός delicate neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”