- σῡκῆ
σῡκῆ, ἡ, s. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκῆ, ἡ, s. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκῆ — fig tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) σῡκῆ , συκῆ fig tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκῇ — σῡκῇ , συκάζω gather fut ind mid 2nd sg (doric) σῡκῇ , συκάζω gather fut ind act 3rd sg (doric) συκῆ fig tree fem dat sg (attic epic ionic) σῡκῇ , συκῆ fig tree fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκή — Ημιορεινός οικισμός (597 κάτ., υψόμ. 290 μ.), στην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 597 κάτ.). * * * ἡ, ΜΑ (επικ. και ιων. συνηρ. τ. τού συκέα*) βλ. συκιά … Dictionary of Greek
συκαῖ — συκῆ fig tree fem nom/voc pl (attic) σῡκαῖ , συκῆ fig tree fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκαῖς — συκῆ fig tree fem dat pl (attic) σῡκαῖς , συκῆ fig tree fem dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκῆν — συκῆ fig tree fem acc sg (attic epic ionic) σῡκῆν , συκῆ fig tree fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκῇσι — συκῆ fig tree fem dat pl (epic ionic) σῡκῇσι , συκῆ fig tree fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκέων — συκῆ fig tree fem gen pl σῡκέων , συκῆ fig tree fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκᾶ — σῡκᾶ , συκάζω gather fut ind act 1st sg (doric aeolic) συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic doric) συκῆ fig tree fem nom/voc sg (doric) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκᾶς — σῡκᾶ̱ς , συκάζω gather fut ind act 2nd sg (doric) συκῆ fig tree fem acc pl (attic doric) συκῆ fig tree fem gen sg (doric) σῡκᾶς , συκῆ fig tree fem acc pl (attic epic doric ionic) σῡκᾶς , συκῆ fig tree fem gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)